- ἄβρωτος
- ἄβρωτοςuneatablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άβρωτος — ἄβρωτος, ον (Α) 1. ο ακατάλληλος για φάγωμα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρωτός < βιβρώσκω] … Dictionary of Greek
ἄβρωτον — ἄβρωτος uneatable masc/fem acc sg ἄβρωτος uneatable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρώτου — ἄβρωτος uneatable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρώτους — ἄβρωτος uneatable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρώτων — ἄβρωτος uneatable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρώτῳ — ἄβρωτος uneatable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρωτα — ἄβρωτος uneatable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρωτοι — ἄβρωτος uneatable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несънѣдаѥмыи — (1*) пр. То же, что несънѣдьныи: аще ли ˫азычьскоѣ и неч(с)тоѣ еси части. и несвѣдаемоѣ. [вм. несънѣдаѥмоѣ] ˫ако и ближнему не на ползу. не пожираѥмы(м) же не б҃ви при˫атенъ. и на жертву не достоинъ. (ἄβρωτος) ГБ XIV, 12в. Ср. сънѣдаѥмыи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στρίφνος — ὁ, Α [στριφνός] 1. τραχιά και ινώδης σάρκα με σκληρούς τένοντες 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος» … Dictionary of Greek